-
1 отставать
отстава||тьнесов1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:\отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν4. (о часах) πηγαίνω πίσω·5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:\отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ: